- σικχότης
- -ητος, ἡ, Μ [σικχός]η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σικχότητος — σικχότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek